- ξαναφαίνομαι
- αμετ. вновь показаться, появиться;
από τότε δεν ξαναφάνηκε — с тех пор он исчез, с тех пор он больше не показывался
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
από τότε δεν ξαναφάνηκε — с тех пор он исчез, с тех пор он больше не показывался
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναφαίνομαι — (Μ ξαναφαίνομαι και ξαναφαίνω) φαίνομαι ξανά, επανεμφανίζομαι μσν. παίρνω πάλι υπόσταση, ξαναγίνομαι … Dictionary of Greek
επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… … Dictionary of Greek